Ο ΕΦΟΠΛΙΣΤΗΣ
Όταν γέρασε ο εφοπλιστής, κι αφού ρούφηξε τα μεδούλια πολλών ανθρώπων, λευκών και έγχρωμων, αφού ρήμαξε και ρύπανε ό,τι έμψυχο και άψυχο συνάντησε στο διάβα του κι αφού έφαγε, ήπιε και γάμησε την αφρόκρεμα, αποφάσισε να σώσει την ψυχή του: έφτιαξε ένα ιατρικό κέντρο για να προωθήσει την έρευνα στις μεγάλες αρρώστιες, ένα κέντρο προστασίας του περιβάλλοντος για τη διάσωση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς κι ένα μουσείο μοντέρνας τέχνης.
Δεν μ’ απασχολούν οι πονηροί κι οι ηλίθιοι που τα χαρακτηρίζουν αυτά «σημαντικές προσφορές της ιδιωτικής πρωτοβουλίας»· μ’ απασχολεί το ότι όλο και πληθαίνουν οι πρόθυμοι για προσφορές εφοπλιστές.
ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ ΝΤΕ ΣΑΝΤ
Έναν καιρό εντρυφούσα μανιωδώς στα έργα του ντε Σαντ. Κάπου είχα διαβάσει πως μέσα στα όργιά του ήταν η μεγαλύτερη άρνηση της αστικής κοινωνίας, η εκ των ένδον απόρριψη της, η πρωιμότερη αμφισβήτηση της οικογένειας και της εξουσίας. Τα έβλεπα όλα αυτά, αλλά υπό συνεχή σηκωμάρα. Τελικά πήρε αυτή το πάνω χέρι, δεν μ’ άφηνε να προσηλωθώ. Η τσόντα ταιριάζει με την έγερση, όχι με την εξέγερση.
ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ
Δεν μπορούσα να αφιερωθώ σ’ έναν τομέα, στην ποίηση ή στην αρχαία ιστορία, λόγου χάριν· ήθελα να μάθω όσο περισσότερα γινόταν. Φιλοσοφία, ιστορία, ψυχανάλυση, εκλαϊκευμένες επιστήμες… Μα το στομάχι της μνήμης θέλει καιρό την ίδια τροφή για να χωνέψει κάτι. Αμάσητα τα κατέβαζα αχώνευτα τα έβγαζε.
Σήμερα, ελάχιστα θυμάμαι. Παράξενα σπαράγματα μένουν, που οι γωνίες τους δεν ταιριάζουν. Η παλιά άγνοια έγινε ημιμάθεια. Όσο για το σαράκι μου, αυτό σε χειμερία νάρκη: γιατί έχω αποφασίσει πια πως δεν θέλω να τα ξέρω όλα.
Άφησε κι ένα κέρδος όμως όλη αυτή η βάσανος: πολύ εύκολα ξεχωρίζω τώρα τα σαφρίδια από τις γόπες.
Από το βιβλίο Ψίχουλα