Feeds:
Δημοσιεύσεις
Σχόλια

Archive for Μαΐου 2009

50

Πρόκειται, όντως, για ένα γεγονός κάπως παράδοξο —ότι, δηλαδή, ένας κυπρίνος, που ζούσε στη λιμνούλα κοντά στο σπίτι του στρατηγού Πανταλίκιν, ερωτεύτηκε παράφορα την παραθερίστρια Σόνια Μαμότσκινα. Στο κάτω-κάτω όμως γιατί να είναι παράδοξο; Μήπως δεν ερωτεύθηκε ο δαίμονας του Λέρμοντοφ την Ταμάρα, ο κύκνος τη Λήδα, και μήπως δεν συμβαίνει καμιά φορά να ερωτεύονται οι υπάλληλοι τις κόρες των προϊσταμένων τους; Η Σόνια Μαμότσκινα, λοιπόν, ερχόταν κάθε πρωί με τη θεία της να κάνει μπάνιο. Ο ερωτευμένος κυπρίνος κολυμπούσε μέχρι την άκρη της όχθης και παρατηρούσε. Το νερό στη λιμνούλα ήταν θολό, καθώς εκεί κοντά βρισκόταν το χυτήριο «Κράντελ και υιοί»· παρ’ όλα αυτά όμως, στον κυπρίνο ήταν ορατά τα πάντα: έβλεπε πως ταξίδευαν στον γαλανό ουρανό τα σύννεφα και τα πουλιά, πως γδύνονταν οι παραθερίστριες, πως πίσω από τους θάμνους τις έπαιρναν μάτι οι νεαροί, πως η χοντρή θεία, πριν μπει στο νερό, καθόταν κανένα πεντάλεπτο σε ένα βραχάκι και, κοιτάζοντας φιλάρεσκα τον εαυτό της, έλεγε: «Πως κατάντησα εγώ έτσι, σαν φάλαινα; ούτε να με κοιτάξει δεν θα τολμούσε κανείς!». Κάνοντας για τον εαυτό της πιο ελπιδοφόρα όνειρα, η Σόνια με μια τσιρίδα ριχνόταν στο νερό, κολυμπούσε, σφιγγόταν από το κρύο —κι ο κυπρίνος κάθε τόσο έπλεε προς το μέρος της και άρχιζε λαίμαργα να της φιλάει τα πόδια, την πλάτη, τον λαιμό…

(περισσότερα…)

Read Full Post »

Ο Ερωτόκριτος «ποίημα συντεθέν από τον ποτέ ευγενέστατον Βιτσέντζον Κορνάρον, από την χώραν της Σητείας του Νομού της Κρήτης», είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του Νέου Ελληνισμού, αν όχι το σημαντικότερο, τόσο για την ποιότητα της κατασκευής του και την εξαιρετικά επεξεργασμένη γλώσσα του όσο και για τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται η υπόθεσή του, για το ήθος και τον χαρακτήρα των προσώπων του, αλλά και για τον πολιτισμό, τον ανθρωποκεντρισμό και την αισθητική που προβάλλει και διακηρύσσει ως ολοκληρωμένο κείμενο.

Από το εισαγωγικό σημείωμα του Γιώργη Γιατρομανωλάκη που συνοδεύει το CD
τέσσερις δρόμοι για τον Ερωτόκριτο.

Read Full Post »

115

Θέλεις τώρα να φύγεις;
Θα το πω στο φεγγάρι!
Δες, το φεγγάρι με νιώθει,
τη Μεγάλη την Άρκτο θα ζέψει,
με τα κάτασπρα δόντια του
θα σε πάρει από πίσω!

Πας την πόρτα ν’ ανοίξεις!
Του ανέμου θα πάω να το πω!
Με καπνιά και μ’ αγιάζι
θα σου βάψει το πρόσωπο,
με χαλάζι, με κρύο γυαλί
το κορμί σου θα δείρει.

Ώστε πρέπει να φύγεις;
Όπως θες, σε κανέναν δεν θα το πω.
Δίχως δάκρυα κι όνειρα
θα με πάρει ο ύπνος·
δεν σε κρατάει πια κανένας εδώ.

Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης

Read Full Post »

156

Με πιάνει μια αρρώστια
με τα παλιά βιβλία.

Βίοι κιτρινισμένοι
βάφουν τα χέρια μου
μπαίνει στο δέρμα μου
σκόνη από μακρινούς βοριάδες
στις φλέβες μου
ανεβαίνει φωτιά.

Στερεμένα πηγάδια
αναβλύζουν
με καλούν να δω
το βάθος τους
δέντρα μισάνοιχτα
στη σκιά
με συντροφεύουν
σαν μεσημέρια
φράχτες
με αγκαθωτό σύρμα
πληγώνουν
το μεσαίο μου δάχτυλο

βγάζω μαντίλια
από τις τσέπες
να σκουπίσω
τον πόνο

ανεβαίνω
στη μικρή κούνια
της αυλής
και ασκούμαι
στις αιωρήσεις.

Με κυκλική τροχιά
πέφτω
από το ψηλότερο
σημείο.

Από τη συλλογή Εδώ στο λίγο

Read Full Post »

Read Full Post »

88

Όταν δεν μπορώ να δω την όψη σου
κοιτάζω τα πόδια σου.

Τα πόδια σου που ‘ναι τόξα οστέινα,
τα μικρά, τα δυνατά σου πόδια.

Ξέρω σε βαστούν γερά,
όλο το γλυκό σου βάρος
από ‘κείνα τα δύο σηκώνεται.

Τη μέση, τους μαστούς σου,
τη διπλή πορφύρα
των θόλων τους,
τον περιστερώνα των ματιών σου
που ακόμη φτερουγίζουν,
το πλατύ φρουτώδες στόμα σου,
την κόκκινη χαίτη σου
ποθώ,
μικρέ, μικρέ μου πύργε.

Τα πόδια σου όμως τ’ αγαπάω
για έναν μόνο λόγο:
που περπατάν στο χώμα,
στο νερό και στον άνεμο
ώσπου να ‘ρθουν εδώ
να μ’ απαντήσουν, να με βρούνε.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Read Full Post »

80

μνήμη Γιώργη Μανουσάκη

Η σιωπή είναι το κέλυφος του ήχου. Κλεισμένος μέσα της, ο ήχος τη ραμφίζει, όπως ραμφίζει το πουλί του αυγού το τσόφλι, θέλει κι αυτός να βγει και να πετάξει. Είναι μοιραίο λοιπόν να θρυμματίζεται, κάποια στιγμή, η σιωπή (τέτοια είναι η τάξη των πραγμάτων), για να μπορέσει ο ήχος ν’ ακουστεί. Ωστόσο, αν και θρυμματίζεται, ποτέ δεν αφανίζεται, αλλά, έτσι, κομματιασμένη, μέσα στον ήχο παρεισφρέει και, με παύσεις μαγικές, τον μετατρέπει, από θόρυβο, σε μουσική και ποίηση.*

Υπάρχει βέβαια, και ένα άλλο είδος σιωπής, που δεν κυοφορεί κανέναν ήχο για τούτο και ποτέ δεν θρυμματίζεται. Θαρρώ, δίχως να είμαι θετικός, ότι Θανή τη λένε.

* Το ποίημα, στην αρχική μορφή του, τέλειωνε εδώ. Τη στιγμή όμως που έβαζα την τελική τελεία, μου ήρθανε τα νέα της θανής του Γιώργη Μανουσάκη (9.2.08), εξαίρετου ποιητή, ανθρώπου και φίλου. Έτσι, αυθόρμητα, προστέθηκε η τελευταία παράγραφος, η ανατροπή.

Read Full Post »

gt

του Κυρίου Π. Σ., ταπεινός ευχέτης

Ο Καίσαρ, άγριος θύτης η Ιστορία,
εμπρός στη Μοίρα έκλινε το γόνυ,
ο Αλέξανδρος εχάθη στην Ασία
κι ο Διγενής πάντα λυγάει στ’ αλώνι.

Οι Φαραώ κοιμούνται στη Σαχάρα,
άμμος τους τάφους των σκεπάζει η Λήθη,
τους Τσάρους έπνιξε βαριά κατάρα,
σαρώθηκαν των Κάιζερ οι μύθοι.

Τί κι αν παρήκμασεν ωστόσο η Ρώμη,
το Τείχος τί κι αν έχει καταρρεύσει,
τί κι αν μας πήρανε την Πόλη ακόμη,
μοιάζουν ασήμαντα όλα, δίχως γεύση.

Μπρος στην Eπέτειο των Eπετείων
των φετεινών λαμπρών σου γενεθλίων.


Read Full Post »

Από τη συλλογή Μαρία Νεφέλη

Read Full Post »

11

ΑΡΝΗΣΗ ΕΞΟΔΟΥ

Έχουν να πούνε πως ο παλιός ιδιοχτήτης, αυτός που ΄χτισε το σπίτι, αρνιότανε να ξεκολλήσει, ακόμη και πεθαμένος, απ’ ό,τι ήτανε σαρανταπέντε χρόνια το καβούκι του. Πιανόταν από τις πόρτες, κολλούσε σα χταπόδι στους τοίχους με μιαν αόρατη μαγνητική ουσία, που ‘μοιαζε να εκπέμπεται από τους πόρους του κίτρινου δέρματός του. Εκείνοι που σηκώνανε το φέρετρο χρειάστηκε να σπρώχνουνε με δύναμη και μ’ όλο που ήτανε χειμώνας κι έβρεχε, ένιωσαν να ιδρώνουν από την προσπάθεια, ώσπου να περάσουν την εξώπορτα.

Από τότε το σπίτι άρχισε να φθείρεται μ’ ένα ρυθμό επιταχυνόμενο. Εμείς, βέβαια, δεν ηξέραμε την ιστορία, όταν τ’ αγοράζαμε. Τώρα όμως βλέπομε πόσο εύκολα αποσυνδέονται τα κεραμίδια, πέφτουν κομμάτια από σουβάδες ή ξεκολλούνε τα πλακάκια του πατώματος. Συνέχεια πρέπει να το επισκευάζουμε.

19

Τ’ ΑΓΚΑΘΙΑ

Οι τριανταφυλλιές στον κήπο δεν ανθούν εφέτος. Μόνο τ’ αγκάθια τους μακραίνουνε, γίνονται πιο γαμψά και καιροφυλαχτούν στο πέρασμά μας. Δεν τολμάς να πλησιάσεις. Σ’ αρπάζουν απ’ τα ρούχα, σε γρατζουνούνε με κακία στα χέρια. Τινάζουν τα κλαδιά τους ύπουλα, σα γάτες, στο πρόσωπό σου, σημαδεύοντας τα μάτια. Κι όσο αγωνίζεσαι ν’ απαλλαγείς από το γάντζωμα, τόσο βρίσκεσαι πιο παγιδευμένος.

Με κανένα τρόπο δεν πρέπει να χάσεις την ψυχραιμία σου. Μεθοδικά και με ταχύτητα πρέπει να κόβεις τους βλαστούς που σ’ έχουν αγγιστρώσει, με το ψαλίδι που απαραίτητα θα ‘χεις μαζί σου. Αλλιώς δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει. Προχτές βρήκα το σκύλο μας νεκρό, τυλιγμένο στα πλοκάμια τους. Ακόμη ασπρίζει ένα περιστέρι στη ρίζα της πιο όμορφης –άλλοτε– τριανταφυλλιάς.

Από το βιβλίο: Ένα κρανίο καρφωμένο στο κιγκλίδωμα

Read Full Post »

Older Posts »